καταβέβηκα

καταβέβηκα
Я сошел

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "καταβέβηκα" в других словарях:

  • καταβέβηκα — καταβαίνω go perf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβεβήκασι — καταβεβήκᾱσι , καταβαίνω go perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβεβήκασιν — καταβεβήκᾱσιν , καταβαίνω go perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπουργικός — ή, ό / ὑπουργικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπουργός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπουργό (α. «υπουργική απόφαση» β. «υπουργικός θώκος») 2. φρ. «υπουργικό συμβούλιο» το σύνολο τών υπουργών τής κυβέρνησης μσν. αρχ. 1. αυτός που προσφέρει… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»